- παλαιοαρκτικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρκτική περιοχή τού παλαιού κόσμου2. φρ. «παλαιοαρκτική περιοχή»βιολ. ζωογεωγραφική περιοχή που περιλαμβάνει την Ευρώπη, τη βόρεια Ασία, την Αραβία, την Ιαπωνία και τη βόρεια Αφρική.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. palaearctic (< παλαιο-* + αρκτικός)].
Dictionary of Greek. 2013.